- αίγαγρος
- Βλ. λ. αγριοκάτσικο.
* * *ο (Α αἴγαγρος)άγρια κατσίκα, αγριοκάτσικο, αγρινό, αγρίμι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ + ἀγρός. Η λ. ἀγρός χρησιμοποιείται, μεταξύ άλλων, ως β' συνθ. σε μια σειρά από σύνθετα, στα οποία σημαίνει «τον άγριο»: σύαγρος, «άγριος συς» (αγριόχοιρος), βόαγρος, «άγριος βους», ἵππαγρος «άγριος ίππος».ΠΑΡ. νεοελλ. αιγάγρειος, αιγάγριο.
Dictionary of Greek. 2013.